- πάγιος
- -α, -οο σταθερός, ο αμετάβλητος: Πάγια έσοδα, πάγια τακτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πάγιος — solid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… … Dictionary of Greek
παγιώτερον — πάγιος solid adverbial comp πάγιος solid masc acc comp sg πάγιος solid neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγιώτατον — πάγιος solid masc acc superl sg πάγιος solid neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίων — πάγιος solid fem gen pl πάγιος solid masc/neut gen pl παγιόω make firm imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) παγιόω make firm imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγίως — πάγιος solid adverbial πάγιος solid masc acc pl (doric) παγιόω make firm imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγιον — πάγιος solid masc acc sg πάγιος solid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγιώτατοι — πάγιος solid masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγιώτερα — πάγιος solid neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγιώτεροι — πάγιος solid masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)